- συνθεσίη
- συν-θεσίη (τίθημι): only pl., treaty, Il. 2.339; instructions, Il. 5.319.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
συνθεσίη — συνθεσία covenant fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθεσίῃ — συνθεσία covenant fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθεσία — και ιων. τ. συνθεσίη, ἡ, Α 1. συναρμογή, αρμός 2. συνέχεια 3. στοίχημα 4. στον πληθ. αἱ συνθεσίαι α) συνθήκες, συμφωνίες β) εντολές ή συμβουλές («οὐδ υἱὸς Καπανῆος ἐλήθετο συνθεσιάων τάων», Ομ, Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθεσις, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek